φρενίτιδα

φρενίτιδα
[-ίτις (-ιδος)] η
1) мед. бред (при энцефалите, менингите); 2) мед. воспаление диафрагмы; 3) безумие, неистовство; 4) безумный, неистовый восторг, ликование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φρενίτιδα" в других словарях:

  • φρενίτιδα — η / φρενῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ, και φρενῆτις, ήτιδος, Α εγκεφαλική φλεγμονή που συνοδεύεται από υψηλό πυρετό και παραλήρημα νεοελλ. 1. παραλήρημα από εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα 2. φλεγμονή τού διαφράγματος 3. παραφροσύνη, φρενοπάθεια 4. μτφ. εκδήλωση… …   Dictionary of Greek

  • φρενίτιδα — η 1. φλεγμονή του εγκεφάλου, που συνοδεύεται από έντονο πυρετό και παραλήρημα, εγκεφαλίτιδα. 2. το παραλήρημα από εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα. 3. φλεγμονή του διαφράγματος. 4. διατάραξη φρενών, μανία, παραφροσύνη, φρενοπάθεια. 5. μτφ., έξαλλη χαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρενίτιδα — φρένιτις inflammation of the brain fem acc sg φρενί̱τιδα , φρενῖτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • βακχεία — Στην αρχαιότητα, γιορτές προς τιμήν του Βάκχου, οι οποίες από τη Μεγάλη Ελλάδα πέρασαν στη Ρώμη με την ονομασία Bacchanal (από το όνομα του Βάκχου = Bacchus), η οποία στα ελληνικά έχει αποδοθεί Μπακανάλια ή Βακ(χ)ανάλια και έτσι έχει επικρατήσει …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιασμός — ο (AM ἐνθουσιασμός) [ενθουσιάζω] παράφορη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε είναι ενδιάθετη είτε εκδηλώνεται με χαρά ή ορμή για ενέργεια ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης τό συμβεβηκός, τοιοῡτος ἐνθουσιασμός ἐγένετο», Πολ.) νεοελλ. έντονη …   Dictionary of Greek

  • παραληρώ — έω, ΝΑ λέω ανοησίες ή ασυναρτησίες, φλυαρώ χωρίς νόημα, παραμιλώ, παραλαλώ νεοελλ. 1. ιατρ. έχω παραλήρημα, πάσχω από παραλήρημα 2. μτφ. κυριεύομαι από φρενίτιδα ενθουσιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ληρῶ «μιλώ ανόητα, παραμιλώ»] …   Dictionary of Greek

  • παραφορά — η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [παραφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β.… …   Dictionary of Greek

  • παροίστρησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [παροιστρώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροιστρώ, φρενίτιδα, μανία, παραφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • φρένησις — ήσεως, ἡ, Α φρενίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από θ. φρεν της λ. φρήν, φρενός με κατάλ. η σις (πρβλ. λατ. phrenēsis)] …   Dictionary of Greek

  • φρενήρης — ες / φρενήρης, ῆρες, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρενοάρας Α νεοελλ. κατειλημμένος από φρενίτιδα, έξαλλος μσν. αρχ. αυτός που έχει υγιή νου, μυαλωμένος («συνετὴν οὖσαν καὶ φρενήρη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ήρης* (Ι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»